πελιγόνες

πελιγόνες
Α
(κατά τον Ησύχ.)
1. (στους Μακεδόνες) «οἱ ἐν τιμαῑς»
2. (στους Λάκωνες και Μασσαλιώτες) «γέροντες».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πελιγάνες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πελιγάνες — Α (κατά τον Ησύχ.) «βουλευταί». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πελιγᾶνες όπως και ο τ. πελιγόνες, που παραδίδει ο Ησύχιος, είναι διαλεκτικοί τ. μακεδονικής προέλευσης που συνδέονται με το επίθ. πελιδνός (για τη σημ. τών τ. πρβλ. πέλεια: πέλειος) βλ. και λ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”